logo GR

27 Φεβρουαρίου – 14 Απριλίου 2007  

Τον Φεβρουάριο του 2007 φιλοξενήθηκε στον εκθεσιακό χώρο της Αγιορειτικής Εστίας στο Μέγαρο Νεδέλκου η έκθεση του Fred Boissonnas «Οδοιπορικό στον Άθω, 1928 – 1930», η οποία οργανώθηκε από την Αγιορειτική Εστία και το Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης.
Η έκθεση περιλάμβανε φωτογραφίες του Fred Boissonnas που προέκυψαν από τα ταξίδια του στο Άγιον Όρος το 1928 και το 1930. Ο Boissonnas επισκέφθηκε όλες σχεδόν τις μεγάλες μονές, σχεδιάζοντας ένα μελετημένο οδοιπορικό.
Ο Boissonnas εντυπωσιασμένος από την μοναστική Πολιτεία γράφει ο ίδιος στις σημειώσεις του:
«Η ψυχή μου αγαλλιά, το πνεύμα μου – οφείλεται άραγε στη νηστεία; - έχει απαλλαγεί από κάθε σκοτούρα, από κάθε βάσανο της ταραχώδους ζωής μας. Απαλλαγμένος από τα πάντα μπροστά στη φύση – τι μακαριότητα!
Αυτή την ώρα της απομόνωσης και του στοχασμού, υπό την επήρεια της μυστηριώδους σαγήνης του ουρανού και της θάλασσας, μου αποκαλύπτονται τα θαυμαστά θέλγητρα του μοναχικού βίου».

Πολλές από τις φωτογραφίες αφορούν στη μοναστική αρχιτεκτονική, είτε ως γενικά πλάνα των εσωτερικών αυλών, είτε ως πιο κοντινά και λεπτομερειακά πλάνα.
Σε πολλές περιπτώσεις επιχειρεί να εντάξει την αρχιτεκτονική στο ευρύτερο φυσικό τοπίο τονίζοντας τη μεσαιωνική οργάνωση του χώρου για λόγους ασφαλείας  τους πειρατές. Ο Boissonnas είχε αδυναμία στις λήψεις από θαλάσσης προς τη στεριά, καλλιεργώντας την προσμονή της ανακάλυψης. Στις λήψεις αυτές έδινε μάλλον τη μεταφορική σημασία της άφιξης στον ιστορικό και μυθικό χώρο της Ελλάδας. Κατέγραψε προσεκτικά έναν μικρό αριθμό τοιχογραφιών, φορητών εικόνων, εκκλησιαστικών σκευών. Δεν υπάρχει πουθενά όμως απεικόνιση θρησκευτικής τελετής ή λειτουργίας, στοιχείο που καταδεικνύει την προσαρμογή του προς το αυστηρό τυπικό της αγιορειτικής κοινωνίας.
Η γενική εντύπωση που αναδίδεται είναι ότι ο Boissonnas δεν μοιάζει να προσέγγισε τη μεταφυσική του Αγίου Όρους, αλλά στάθηκε πιο κοντά στο πνεύμα απεικόνισης της ευρύτερης ελληνικής επικράτειας, με φωτογραφίες που συνδυάζουν την τεκμηρίωση με την έντεχνη λήψη. Το έργο του αποτελεί σημαντική μαρτυρία της Αγιορειτικής κοινότητας στην περίοδο του μεσοπολέμου, που έρχεται να βρει τη θέση του στο πλαίσιο σώμα περιηγητικών κειμένων και αναπαραστάσεων με θέμα το Άγιον Όρος.
 
 
Η ΣΥΛΛΟΓΗ

Ο Ελβετός Frederick Boissonnas (1858 – 1944) σημάδεψε αναμφίβολα τον 20ο αιώνα την ελληνική φωτογραφία. Καταγόταν από φωτογραφική οικογένεια – δυναστεία τεσσάρων γενεών με έδρα τη Γενεύη. Στο τέλος του 19ου αιώνα ο Fred, μέλος της δεύτερης γενιάς, είχε αποκτήσει πανευρωπαϊκή φήμη με τη φωτογραφία της χιονοσκεπούς κορυφής του Λευκού Όρους, με την οποία απέσπασε χρυσό μετάλλιο στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού το 1900. Παρακινημένος από αυτή τη φωτογραφία ο σκωτσέζος λόρδος Napier του έστειλε μια επιταγή για τα έξοδα μιας αποστολής με τη σημείωση: «Κάντε για χάρη μου στον Παρνασσό αυτό που κάνατε στο Λευκό Όρος». Έτσι, η σχέση του Boissonnas με την Ελλάδα έχει ως ρίζα μια ρομαντική παρόρμηση.
Η εργασία του Boissonnas στο Άγιον Όρος έγινε σε δύο ταξίδια, το 1928 και το 1930. Το πρώτο φαίνεται να λειτούργησε κάπως προπαρασκευαστικά και διερευνητικά για μια μελλοντική, πιο εκτεταμένη περιοδεία. Οι εντυπώσεις του καταγράφηκαν και σε ένα κείμενο που εκδόθηκε αυτοτελώς με τίτλο Οδοιπορικό στο Άγιον Όρος. Στο κείμενο διαφαίνεται ο θαυμασμός του για αυτό το αναχωρητικό τοπίο μεταξύ «ουρανού και γης» με τη «θεϊκή φύση» και την «οργιώδη βλάστηση», για τη μοναστική αρχιτεκτονική και τους πνευματικούς θησαυρούς του Όρους.
Πολλές από τις φωτογραφίες αφορούν στη μοναστική αρχιτεκτονική, είτε ως γενικά πλάνα των εσωτερικών αυλών, είτε ως πιο κοντινά και λεπτομερειακά πλάνα. Ο Boissonnas διακρίνει με ευκολία τον πλούτο αρχιτεκτονικών επιστρώσεων, επαινώντας ιδιαίτερα τις μονές Χιλανδαρίου και Μεγίστης Λαύρας για τον υψηλό βαθμό αρχιτεκτονικής ενότητας και αρμονίας. Σε πολλές περιπτώσεις επιχειρεί να εντάξει την αρχιτεκτονική στο ευρύτερο φυσικό τοπίο του βουνού. Οι λήψεις με θέμα το αγιορείτικο τοπίο είναι λίγες και δεν θυμίζουν τόσο οργανωμένες τοπιογραφικές συνθέσεις, την παράδοση των οποίων άλλωστε γνώριζε πολύ καλά. Πρέπει να του έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ο τρόπος που αναφύονται μέσα από τα απόκρημνα βράχια οι μονές, δίνοντας την εντύπωση χώρων προστατευμένων, φυσικά και μεταφορικά. Ο Boissonnas έχει αδυναμία στις λήψεις από θαλάσσης προς τη στεριά, καλλιεργώντας την προσμονή της ανακάλυψης. Στις λήψεις αυτές έδινε μάλλον τη μεταφορική σημασία της άφιξης στον ιστορικό και μυθικό χώρο της Ελλάδας.

Στις λήψεις περιλαμβάνονται κάποια εσωτερικά ναών, κελιών ή από την Τράπεζα, για παράδειγμα, της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας. Οι φωτογραφίες αυτές είναι συχνά ατμοσφαιρικές, περιγράφοντας κάτι από την εσωτερική ζωή του Όρους, πέρα από την αρχιτεκτονική και τις εξωτερικές όψεις. Σε άλλες φωτογραφίες αξιοποιεί ένα παράθυρο, μια καμάρα ή μια πύλη δημιουργώντας ένα κάδρο μέσα στο κάδρο, πρακτική διαδεδομένη ως εικαστική σύμβαση που πλάθει συγχρόνως μια ατμόσφαιρα υπαινικτική.
Η έμφαση των λήψεων δεν είναι στο ανθρώπινο στοιχείο, που άλλωστε στο Άγιον Όρος της δεκαετίας του ΄20 πρέπει να επεδείκνυε μάλλον απροθυμία να φωτογραφηθεί, καθώς θεωρούνταν εν πολλοίς πράξη αντίθετη με το μοναστικό πνεύμα ταπεινότητας. Υπάρχουν βέβαια κάποια πορτραίτα, όπως σκηνές εργασιών στα μοναστήρια ή στα περιβόλια γύρω από αυτά. Σε κάποιες φωτογραφίες σκηνοθετεί μοναχούς σε ώρα ανάγνωσης ή διατάσσει μικρές ομάδες μοναχών στον αύλειο χώρο ενός μοναστηριού, δημιουργώντας ένα είδος tableau vivant. Οι μοναχοί εμφανίζονται συχνά ως ανώνυμοι διάκονοι του μοναστηριακού βίου, που εν προκειμένω μεταμορφώνεται σε σκηνικό χώρο. Σε γενικές γραμμές όμως αποδίδεται μια ατμόσφαιρα ερημίας και ηρεμίας.

Ο Boissonnas επισκέφθηκε όλες σχεδόν τις μεγάλες μονές, προσδίδοντας στις επισκέψεις τον χαρακτήρα ενός ενσυνείδητου, μελετημένου οδοιπορικού. Κατέγραψε προσεκτικά έναν μικρό αριθμό τοιχογραφιών, φορητών εικόνων, εκκλησιαστικών σκευών. Δεν υπάρχει πουθενά όμως απεικόνιση θρησκευτικής τελετής ή λειτουργίας, στοιχείο που καταδεικνύει την προσαρμογή του προς το αυστηρό τυπικό της αγιορείτικης κοινωνίας. Διασχίζοντας το φωτογραφικό του οδοιπορικό στο Άγιον Όρος συναντούμε κάποια έργα ατμοσφαιρικά και συμβολικά. Παρόλα αυτά, δεν μοιάζει να προσέγγισε τη μεταφυσική του Αγίου Όρους, επιδιώκοντας φωτογραφίες που συνδυάζουν την τεκμηρίωση με την έντεχνη λήψη. Γνωρίζει άλλωστε και επισημαίνει στο κείμενο του ότι ένα ικανό μέρος του αγιορείτικου βιώματος δεν αποδίδεται εύκολα φωτογραφικά, καθώς συνεπάγεται μια βύθιση στο μυστικό φως της υπαρξιακής και θεολογικής αναζήτησης, ενώπιον του οποίου το φωτογραφικό κλείστρο παραμένει αμήχανο και η «μαγνησιακή λάμψη» ανεπαρκής. Το έργο του αποτελεί σημαντική μαρτυρία της Αγιορείτικης κοινότητας στην περίοδο του μεσοπολέμου, που έρχεται να βρει τη θέση του στο πλούσιο σώμα περιηγητικών κειμένων και αναπαραστάσεων με θέμα το Άγιον Όρος.
 
facebook

Newsletter


E-shop